Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΓΑΜΟ

Στα χρόνια της κατοχής έκλεισε κουμπαριά μεταξύ λαικού οργανοπαίχτη απο το Λεωνίδιο και φίλου του απο το Πλατανάκι. Ξεκίνησε απο το Λεωνίδιο με το γαιδούρι του και παρέα την ανήλικη ανηψιά του, καβάλα και οι δύο στον υπομονετικό γάιδαρο του και με πρόσθετο φορτίο το βιολί του μέσα στο ταγάρι του κρεμασμένο απο το σαμάρι και το σχετικό δώρο σε άλλο ταγάρι κρεμασμένο απο το άλλο μέρος για να υπάρχει η σχετική ισοροπία στο φορτίο. Εκαναν την διαδρομή μέσα απο τη χαράδρα προς την μονή της Παναγίας της Ελωνας που τότε ήταν γιομάτη πλατάνια δεξιά και αριστερά και πρασίνιζε ο τόπος, μιάς και απο την πρώτη διάνοιξη ήταν μικρή η καταστροφή της χλωρίδας. Η μεγάλη καταστροφή έγινε αργότερα κατά την διαπλάτυνση, οταν υπερβολική η χρήση δυναμίτιδας εκσφενδόνιζε πλήθος βράχων, που θέριζε δεξιά και αριστερά τα πάντα. Στο πλατανάκι έφτασαν μετά απο 7ώρη διαδρομή και μαζί με την γυναίκα του που ήταν εκεί και έραβε στο χωριό κατά καιρούς μιας και εκείνη την εποχή τα προς το ζην έβγαιναν δύσκολα και όλοι συνεισέφεραν στο οικογενειακό εισόδημα, πήγαν στο γάμο. Μετά ακολούθησε το σχετικό γλέντι με κουμπάρο το λαικό οργανοπαίχτη να δίνει τον καλύτερο εαυτό του για το νιόπαντρο ζευγάρι. Ξημερώματα την άλλη ημέρα σταμάτησε το γαμήλιο γλέντι και όλοι αποκαμωμένοι απο το χορό και το ξενύχτι πριν πανε για ύπνο ξαναευχήθηκαν στο ζευγάρι΄΄βίο ανθόσπαρτο και καλούς απογόνους. Αργά το απόγευμα ξύπνησε ο κουμπάρος και μιας και οι δουλειές στο Λεωνίδιο τον περιμένανε, την επομένη ξεκίνησε με το γαιδούρι του βάζοντας πισωκάπουλα την μικρη ανηψιά του, την οποία και έδεσε με ένα σχοινάκι γιατί σίγουρα θα αποκοιμιώταν στο ταξίδι αφού πλησίαζε η νύχτα και αφου ηταν πολύ κουρασμένη, χορευταρού απο γεννησημιού της, απο το γαμήλιο χορό δεν βγήκε καθόλου(ένας λόγος ου ακολούθησε τον θείο της ήταν και αυτός). Το ταξίδι άρχισε να γίνεται δύσκολο αφού η νύχτα απλώθηκε και κάθε κλαδί και σκιά ήταν άνθρωπος που παραμόνευε για κακό(γιατί το μυαλό συνήθως πάει στο κακό και σπάνια στο καλό). Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν δύσκολα απο κάθε άποψη, κοινωνική-πολιτική και ο φόβος στην ερημιά και μάλιστα την νύχτα ήταν μεγάλος όπως και σήμερα.Ομως σήμερα οι περισότεροι λόγοι είναι διαφορετικοί ... όπως και κάθε λογής άνθρωπος που μπορεί να συναντήσεις. Η ώρα 'ηταν γύρω τα μεσάνυχτα που όλα τα κακά τότε συμβαίνουν και όπως πιστεύει ο λαός βγαίνουν φαντάσματα, τα ξωτικά οι βρυκόλακες,κ.λ.π στο μυαλό του στριφιγύριζαν ακούσματα, σε αυτό το σημείο έγινε εκείνο, σε αυτό το σημείο έγινε το άλλο, κατι σε άλλο σημείο είχαν δεί, πιό κάτω ακούγονταν κλάματα, στην επόμενη στροφή είχε σκοτωθεί ο τάδε. Προχώρησε στην ερημιά ακούγοντας την καρδιά του να κτυπά τόσο δυνατά που σκέπαζε τον ήχο απο τις οπλές του γαιδουριού και τα πόδια του να σφίγγουν την κοιλιά του ζώου λές και ήταν τανάλια. Ξαφνικά βλέπει επανω στο βράχο που είχε σκοτωθεί ο Β μια μορφή ανθρώπου. Τι να κάνει, στο σώμα του η τρίχα κάγκελο απο την ανατριχίλα (στο κεφάλι ήταν καραφλός και φόραγε τραγιάσκα και δεν παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο), να γυρίσει πίσω, το Πλατανάκι ήταν 6 ώρες μκριά, το Λεωνίδιο 1 ώρα μπροστά.Η ανηψιά στα καπούλια είχε αποκοιμηθεί απο ώρα, έχοντας άγνοια κινδύνου, 'ομως είχε και την ευθύνη της, κάτι έπρεπε να κάνει. Αποφάσισε να προχωρήσει πάση θυσία. Στην απελπισία του τραβάει το βιολί απο το ταγάρι πιάνει το δοξάρι και άρχισε να παίζει με τέτοιο φόβο αλλά και τέτοιο πάθος λες και έδινε εξετάσεις στο μέγαρο μουσικής. τα πόδια του σαν έμβολα ατμομηχανής άρχισαν να κτυπούν την κοιλιά της γαιδούρας για να προχωρήσει γρήγορα και τα μάτια καρφωμένα στην ακίνητη σιλουέτα πάνω στο βράχο.Μέχρι να φτάσουν κάτω απο τον βράχο να τον προσπεράσουν και να απομακρυνθούν το μουσικό ρεπερτόριο ποικίλο, απο καλαματιανό, σε τσακώνικο, απο κει σε τσάμικο χορό της λεβεντιάς για να πάρει λίγο θαρος, μέχρι και το ανέβηκα στην πιπεριά έπαιξε γεμίζοντας τις ρεματιές μουσικές νότες απο σαμάρι όνου καθιστός, αφοσιωμένος τόσο στη νυκτερινή συναυλία του, μην απατώντας ούτε στη φιλόμουση ανηψιά του που αγουροξυπνησμένη απο τον ύπνο, δεμένη στα καπούλια του ζώου, τον ρώτησε γιατί έπαιζε μεσ στη νύχτα και την ερημιά βιολί. Με την ψυχή στο στόμα και την συνοδεία του ταμπούρλου(κτύποι της καρδιάς) έφτασαν στο Λεωνίδιο, κλείστηκαν στο σπίτι, ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους κουκουλώθηκαν πατόκορφα μην πιστεύοντας ότι είναι ακόμη ζωντανοί και τους άφησε να περάσουν το φάντασμα ή ο βρυκόλακας ή το ξωτικό. Την επόμενη το απόγευμα την ώρα που έπινε τον καφέ του στο καφενείο, τον πλησίασε ο ξάδελφος του, γνωστός τσοπάνος ο οποίος το προηγούμενο βράδυ είχε βγάλει νυχτόσκαρο το κοπάδι του και στεκόταν ακίνητος στο βράχο κοιτώντας σαδιστικά την όλη σκηνή που αναφέραμε και του λέει'' να είσαι καλά ρε ξάδερφε ειχες κέφια εχθές το βράδυ και ευχαριστήθηκα μουσική... Αναυδος ο παθών για το χουνέρι που έπαθε, ακόμα το φυσάει και δεν κρυώνει.
Ευχαριστώ το ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟ για τα ιστορικά, και λαογραφικά του άρθρα

1 σχόλιο:

Anastácio Soberbo είπε...

Γεια σας, το blog μου Love.
Λυπούμαστε που δεν γράψω περισσότερα, αλλά μου Δανοί είναι κακό.
Μια αγκαλιά από την Πορτογαλία