Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

ΛΑΚΩΝΕΣ ΛΟΓΙΟΙ

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΛΟΝΑΡΟΥ

Μια περιοχή της Λακωνίας, που κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας παρουσιάζει εντελώς ιδιότυπη ζωή και σημαντικές ιστορικές περιπέτειες, είναι το νοτιοδυτικό παραλιακό τμήμα η αγέρωχη, φτωχή και πετρώδης Μάνη, της οποίας ο πληθυσμός, δυσανάλογα πυκνός προς την έκτασή της, κάθε τόσο έκανε μεταναστεύσεις εξ αιτίας διαφόρων ιστορικών λόγων. Στη Μάνη είχαν συγκεντρωθεί από διάφορα μέρη πολλοί οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου και της Ηπείρου ακόμη, τελευταία απομεινάρια της άμυνας του Ελληνισμού εναντίον της Τουρκοκρατίας, Όπως ο Κορκόδειλος Κλαδάς και άλλοι. Όλοι αυτοί κατ’ ανάγκην ετάχθησαν φίλοι και σύμμαχοι των Βενετών. Πολλοί Μανιάτες από παλαιά είχαν πάρει τη συνήθεια να πηγαίνουν μισθοφόροι, είτε στο Βυζάντιο είτε στη Βενετία και στους στρατούς της Δύσεως κι’ έτσι με την έλξη της θάλασσας, που είχαν δίπλα τους, έφευγαν μακριά και αρκετοί εγίνοντο κουρσάροι. Έτσι σιγά- σιγά ανεπτύχθη στη χώρα αυτή ένα φιλαπόδημο πνεύμα, που το ενίσχυεν η θάλασσα, η φτώχεια η κακοδαιμονία του τόπου, οι Όχθρες των κατοίκων κι ο κίνδυνος των Τούρκων.

Από τα Βυζαντινά ακόμη χρόνια υπήρξαν αρκετές αποικίες Μανιατών στη Μεσσηνία, στην Καλαμάτα, στη Μικρομάνη, στο Μανιατοχώρι της Πυλίας, στην Κρήτη και στην Κέρκυρα (χωριά Μανιατάδες, Λάκωνες κλπ΄).

Αργότερα, επί τουρκοκρατίας, οι μεταναστεύσεις αυτές επολλαπλασιάσθησαν και έγιναν συχνές πυκνές στη Βενετία, στην Κεφαλληνία και μάλιστα στη Ζάκυνθο, αφ’ ότου το νησί αυτό, κατεστραμμένο και ερημωμένο από τους Τούρκους έπεσε στα χέρια των Βενετών, οι οποίοι από τα 1485 εκάλεσαν όσους ήθελαν να εγκατασταθούν εκεί. ΄Ετσι στη Ζάκυνθο επλήθυναν τόσο οι Μανιάτες, ώστε είχαν καταντήσει στενός κορσές στους άρχοντες του τόπου, γιατί ήσαν φτωχοί και απαιτητικοί και τα ιδιότυπα και κάθε άλλο παρά ήμερα έθιμα τους είχαν διαδοθή επικίνδυνα μεταξύ του άλλου πληθυσμού του νησιού. Στη Ζάκυνθο, μεταξύ άλλων Μανιατών, είχαν εγκατασταθή οι Κοσμάδες συγγενείς του πειρατού Γερακάρη, οι Μποχαλαίοι, οι Δοξαράδες, πολεμισταί και ζωγράφοι μαζί, οι Νίκλοι από τους οποίους αργότερα προήλθεν η Αγγελική Νίκλη, η μητέρα του εθνικού ποιητού Διονυσίου Σολωμού, καθώς και πολλοί άλλοι ακόμη .

Άλλες ομαδικές μεταναστεύσεις Μανιατών έγιναν στη Φλώριδα της Αμερικής, στη Φλωρεντία (1672- 1674) και τελευταία όλων η μετανάστευσις των Στεφανοπουλαίων από το Βοίτυλο στη Γένοβα κι από εκεί στην Κορσική, όπου εγκατεστάθησαν οριστικά και σώζονται απόγονοί τους μέχρι σήμερα .

Απ’ τους Στεφανοπούλους αυτούς και άλλους Λάκωνες της Κορσικής πολλοί κατέγιναν με τα γράμματα και αναφέρω μερικούς από τους κυριώτερους. 1) Τον Παπά Νικόλα Στεφανόπουλο που έγραψε τη «Χρονογραφία» των Στεφανοπουλαίων και τις περιπέτειες της Λακωνικής αποικίας στην Κορσική (1738). 2) Τον Δημήτριον Στεφανόπουλο - Κομνηνό (1749- 1821), τον περιπετειώδη στρατιωτικό και συγγραφέα, που εγνώρισε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη από μικρό παιδί. 3) Την ανεψιάν του Δούκισσαν Αμπραντές, κόρη της αδελφής του Πανώρηας Στεφανοπούλου (1784- 1838) και συγγραφέα περιφήμων απομνημονευμάτων, μέσα στα οποία ισχυρίζεται ότι η οικογένεια των Βοναπαρτών ήταν από τους Λάκωνες του Βοιτύλου και ελέγοντο πριν Καλομεριάνοι, Τον θρύλο αυτόν δεν τον έπλασε η ίδια, αλλά ήταν και είναι ακόμη σήμερα ευρύτατα διαδεδομένος στην Κορσική. 4) Τους Δήμον και Νικολόν Στεφανοπούλους, που ο Μέγας Ναπολέων έστειλε το 1797 με εμπιστευτική αποστολή στον ηγεμόνα της Μάνης Τζανέτον Γρηγοράκην . Και έγραψαν σχετικό δίτομον έργο ( Παρίσι 1800 ).

Σημειώνω τέλος μαζί με αυτούς τον Αντώνιον Ζ. Στεφανόπολι, λογοτέχνην λαογράφον και δημοσιογράφον (1839- 1913) γεννημένον στην Κορσική, που τελικά εγκατεστάθη στην Ελλάδα και υπήρξεν ο ιδρυτής της γαλλοφώνου εφημερίδος «Μεσσαζέ» την οποίαν στη συνέχεια διεύθυνε η κόρη του Ιωάννα Στεφανόπολι, δημοσιογράφος κι αυτή, λογία και συγγραφεύς πολλών μελετών εθνικού και κοινωνικού περιεχομένου.

Η Λακωνία που είχε παρουσιάσει άλλοτε τόσους λογίους, καθ’ όλο το διάστημα της τουρκοκρατίας βρίσκεται στο σκοτάδι. Μόνον αργά και κάπου κατά τα 400 χρόνια της σκλαβιάς αναφαίνεται δειλά κανένας δάσκαλος για να συγκεντρώση γύρω του μερικούς μαθητάς. Όχι βέβαια γιατί εμπόδιζαν τα σχολεία οι Τούρκοι, αλλά γιατί με την τυρρανία, τις αρπαγές και τη δυστυχία μέσα στην οποία είχαν βυθίσει το λαό, οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Λακωνίας είχαν τόσα βάσανα και βιωτικές στενοχώριες, ώστε δεν έμενε όρεξη και καιρός για την καλλιέργεια του πνεύματος. Μόνον κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας αρχίζει κάποια έφεσις για γράμματα, σπασμωδική κι’ αυτή, αλλά τότε είχε διακοπή κάθε δεσμός με τη Βενετία, η οποία για λίγα χρόνια είχε κατακτήσει το Μορέα (1685- 1715).

Μια πρώτη προσπάθεια για ίδρυση σχολείων άρχισε στη Λακωνία επί Βενετοκρατίας με τους Λεωπούλους, τους Κρεββατάδες και τους άλλους άρχοντες του Μυστρά, μα έμεινε χωρίς συνέχεια με την επιστροφή των Τούρκων. Καθ’ όλο το διάστημα αυτό μέχρι τα Ορλωφικά, δηλαδή ολόκληρο σχεδόν τον ΙΗ’ αιώνα στο ελληνικό σχολείο της Βενετίας του Φλαγγίνη, που ελειτούργησε αδιάκοπα με μαθητάς από όλα τα μέρη του ελληνισμού, ένας μόνο μαθητής αναφέρεται από τη Λακωνία . Μερικοί Λάκωνες εκείνου του καιρού εφοίτησαν αργότερα στο ελληνικό σχολείο της Δημητσάνας που ιδρύθηκε το 1764 μα αυτοί ήσαν ελάχιστοι, γιατί το σχολείο αυτό έκλεισε κατ’ επανάληψιν με τις επαναστάσεις. Η μεγάλη μάζα, οι ιερείς και ακόμη και μερικοί αρχιερείς ήσαν στο σκοτάδι και πολύ σωστά ο Αθανάσιος Ψαλλίδας έγραφε στη Γεωγραφία του (1818) ότι «εις όλον τον Μορέαν δεν ευρίσκεται κανένα σημάδι μαθήσεως ως και εις την Μάνην».

Την εποχή εκείνη εζούσε στην Καλαμάτα, όπου έκανε το δάσκαλο ένας Μανιάτης έξυπνος και κοσμογυρισμένος από νέος στο Βουκουρέστι, στη Σμύρνη και στην Πόλι, ο Νικήτας Νήφος ή Νηφάκος από το χωριό Μηλεά. Η βιογραφία του παραμένει ακόμη γρίφος, αλλά νομίζω ότι έχει κακοσυκοφαντηθή ο άνθρωπος αυτός εξ αιτίας του σατιρικού του πνεύματος. Του Νηφάκου, που ήταν και σατιρικός ποιητής, σώζονται αρκετά ποιήματα, εκ των οποίων το πιο γνωστό και δημοσιευμένο πολλές φορές είναι η «Χωρογραφία» της Λακωνίας. Μέσα σ’ αυτή περιγράφει τα χωριά της Μάνης με χοντροκομμένη δόση σατιρικής υπερβολής για τα τότε άγρια έθιμα του τόπου και τα επακόλουθα δεινά, τα οποία αποδίδει εξ ολοκλήρου στην έλλειψη σχολείων σ’ όλη την περιφέρεια.

Αχ, Αχ, Μανιάτες αδελφοί, να κάμετε ένα πράγμα,

Να κάμετε στον τόπο σας κανένα δυό σχολεία,

Να μάθουν οι παπάδες σας και να ξεστραβωθούσι

Για να διδάσκουν τον λαό να τον καθοδηγούσι,

Να ειρηνέψουν τα χωριά και τα κακά να πάψουν.

Αυτά έγραφε ο Νηφάκος κατά το 1810 περίπου, ενώ παράλληλα απ’ όλα τα μέρη της Λακωνίας οι κοινότητες ζητούσαν να Ιδρυθούν σχολεία με έξοδα της «Φιλομούσου Εταιρείας». Υπάρχουν εγκύκλιοι του Πατριαρχείου που τους παρακινούν γι’ αυτό το σκοπό, όμως στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτα γιατί ξέσπασε η Επανάστασις του 21.

Η πρώτη ώθησις για σχολεία μετά την κήρυξη της Επαναστάσεως άρχισε στη Λακωνία απ’ τον Επίσκοπον Βρεσθένης Θεοδώρητον, ο οποίος είναι γνωστός και από την άλλη πατριωτική και την πολιτική του δράση κατά τον Αγώνα και μετά την απελευθερωσή μας. Ο αγωνιστής αυτός ιεράρχης με απειλές επιτιμίων στους κατοίκους κατώρθωσε να ιδρύση στη Βαμβακού Ελληνικό σχολείο, που είναι το πρώτο της Λακωνίας (1832) και το παράδειγμά του εμιμήθηκαν αργότερα και άλλοι ιεράρχαι της Λακωνικής περιοχής. Ύστερα επηκολούθησε συστηματικά η ίδρυσις Αλληλοδιδακτικών σχολείων σε πολλά μέρη της Λακωνίας επί Καποδιστρίου και επί Όθωνος και αργότερα Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων.

Οι καρποί όμως όλων αυτών των σχολείων απεφάνησαν πολύ αργότερα, γιατί η λειτουργία τους ήταν ακατάστατη τα πρώτα χρόνια και η απόδοσίς των εντελώς κακής ποιότητος. Έχω μπροστά μου περιλήψεις εκθέσεων εκτάκτων επιθεωρητών που εστάλησαν στη Λακωνία κατά το 1882 και είναι να κλαίει κανείς με την αθλιότητα των σχολικών κτηρίων, την στενοκεφαλιά και την αδιαφορία των δασκάλων του καιρού εκείνου καθώς και τα χάλια των μαθητών των.

Γι’ αυτό και οι πρώτες φουρνιές, που έβγαλαν τα σχολεία εκείνα της Λακωνίας ήταν μετριώτατες. Οι περισσότεροι γραμματισμένοι Λάκωνες της πρώτης γενεάς μετά την απελευθέρωση, έμειναν με το απολυτήριο του Σχολαρχείου ή του Γυμνασίου. Μερικοί μόνον που έγιναν επιστήμονες, έπεσαν στον προϋπολογισμό του Κράτους, στη δημοσιοϋπαλληλία, στο στρατό, στη δικηγορία ή ξελημερίζανε στους καφενέδες και έγιναν ατσίδες στην πολιτική, γνωρίζοντας απ’ έξω κι’ ανακατωτά πόσους ψήφους θα πάρη στις εκλογές ο Δείνα ή ο Τάδε υποψήφιος βουλευτής. Μερικοί επίσης από τους Λάκωνες έγιναν δημοσιογράφοι, ερασιτέχνες, ή της κακής ώρας, γιατί το επάγγελμα δεν έδινε ψωμί, κι ελάχιστοι μόνον διέπρεψαν αληθινά όπως π.χ. ο Δημήτριος Καλαποθάκης, ο κατόπιν ιδρυτής του «Εμπρός» ή ο Πέτρος Κανελλίδης, ο ιδρυτής των «Καιρών». Και οι δύο αυτοί ήσαν πολυμαθέστατοι και κατέγιναν, όχι μόνον με την πολιτική αρθογραφία, που ήταν τότε το άπαντον της δημοσιογραφίας, αλλά και με τη λογοτεχνία ακόμη.

Ο Πέτρος Κανελλίδης ήταν κατ’ αρχάς δημοδιδάσκαλος και γυιός παλαιού δασκάλου. Διωρισμένος σε κάποιο χωριό και έχοντας ανάγκη να απουσιάση έβαλε τον πατέρα του στο πόδι του. Μα ο γέρος, μη μπορώντας να διδάξη με τη «Νέα Μέθοδο» κατήργησε τη «Χειραγωγία των Παίδων» και τα άλλα εν χρήσει τότε σχολικά βιβλία και άρχισε να διαβάζη τα παιδιά με το «Χτοήχι» και το «Ψαλτήρι» προς μεγάλην ικανοποίησιν και χαράν των γονέων. Τόσο που όταν ξαναγύρισε ο νέος Κανελλίδης, οι κάτοικοι τον έδιωξαν και εκράτησαν το γέρο, για να συνεχίση αυτός το μορφωτικόν του έργον, κατά τη μέθοδο, που ήταν αρεστή στους γονείς. Έτσι ο Πέτρος Κανελλίδης ήρθε στην Αθήνα και έγινε δημοσιογράφος μη έχοντας τι άλλο να κάμη.

Πολλοί Λάκωνες της μετέπειτα εποχής διεκρίθησαν ως ιστορικοί, πολιτευταί, νομομαθείς, στρατιωτικοί και κατέγιναν παράλληλα και με μελέτες και συγγράματα. Δεν είναι δυνατόν να τους αναφέρω όλους και σημειώνω μόνον όσους θυμούμαι πρόχειρα, όπως το Κ. Παπαμιχαλόπουλο που από νέος έγραψε ιστορικές μελέτες για την Άλωση της Μονεμβασίας και αργότερα Περιήγηση ανά τον Ελληνισμό του Πόντου, τον ανώτερο αξιωματικό του Πυροβολικού Π. Κουγιτσέαν, που κατέγινε κι’ αυτός με ιστορικές μελέτες περί του Ναυτικού της Αρχαίας Σπάρτης, περί της Μεσαιωνικής Λακεδαιμονίας και περί της Ηπείρου και Αλβανίας , τον Δ.. Αλεξανδράκον, που έγραψε επίτομη Ιστορία της Μάνης, τον φίλον Γ. Γιαννακάκον Ραζέλον, που επίσης έγραψε δύο ωραιότατα βιβλία περί των αγώνων της Μάνης δια την Ελευθερίαν, τον Αγησίλαον Σγουρίτσα ιδρυτήν του περιοδικού «Μαλεβός» (1920- 1926) και συγγραφέα πολλών μελετών περί της Λακωνίας και άλλων γενικωτέρου περιεχομένου, τον Ηλία Καπετανάκη, που έγραψε θεατρικά έργα, τον καθηγητή Ιω. Πατσουράκο, που κατέγινε με την Ιστορία της Λακωνίας, τον Γυμνασιάρχη Π. Χ. Δούκα που εδημοσίευσεν ογκώδη και χρησιμώτατη Ιστορία της Σπάρτης, τον Γεράσιμο Καψάλη πρόεδρο του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, που έγραψε πλήθος έργα για τους κλασσικούς της αρχαιότητος και λογοτεχνικές περιγραφές και του οποίου η υπογραφή βρίσκεται σε εκατοντάδες άρθρα της Μ. Εγκυκλοπαιδείας και τέλος τον Δημ. Δημητράκον (Μεσίκλην) που εδημοσίευσε τελευταία μελέτη περί των «Νικλιάνων» της Μάνης. Όλοι αυτοί ανήκουν στην παλαιοτέρα γενεά. Μερικοί σήμερα δεν υπάρχουν στη ζωή. Οι ζώντες εξακολουθούν το έργο τους και είναι χρήσιμοι οδηγοί των νεωτέρων Λακώνων λογίων, μεταξύ των οποίων έχω πρόχειρους στη μνήμη μου μερικούς.

Αυτοί είναι σχεδόν όλοι εκπαιδευτικοί Όπως ο Γ. Καλαματιανός, ο Β. Πετρούνιας, Ο Σ. Σκοπετέας, ο Επ. Μπασουκέας, οι δύο Πατριαρχέηδες, ο Κ. Κιτρινιάρης, ο Δ. Βαγιακάκος, ή νομικοί και δημοσιογράφοι όπως οι Τσιμπιδάροιροι, οι Βεντήρηδες, ο Γ. Αναγνωστόπουλος κλπ. Που να τους θυμηθή κανείς όλους; Το έργο τους είναι πλούσιο και αξιόλογο σε διάφορους τομείς και συνεχίζεται ολοένα παραγωγικώτερο .

Εκτός όμως όλων αυτών, που παραπάνω ανέφερα η Λακωνία έχει σήμερα την ευτυχία και την τιμή να εμφανίζη και ένα επιτελείο πρώτης γραμμής από άλλους κορυφαίους της επιστήμης, Καθηγητάς του Πανεπιστημίου, Ακαδημαϊκούς κλπ. Μεταξύ των οποίων σημειώνω τον μακαρίτην Κ. Μέρμηγκαν, που εκτός από τα ιατρικά έργα της ειδικότητός του, κατέγινε και με τη λογοτεχνία, τον Σ. Κουγέα, τον Φ. Κουκουλέν, τον Π. Πουλίτσαν, τον Κ. Λογοθέτην, τον Απ. Δασκαλάκην, τον Ιω. Σταματάκον, τον Π. Δερτιλήν κλπ. Των οποίων το έργον είναι τόσο ογκώδες, ώστε ξεπερνά τα όρια της παρούσης μελέτης και εκτείνεται σε πολλούς τομείς.

Τέλος δεν λείπουν από τη Λακωνία και οι λόγιες γυναίκες, μεταξύ των οποίων σημειώνω δύο παλαιότερες, που κατέγιναν με τη Λακωνική Λαογραφία. Αυτές είναι η Σταυρούλα Ραζέλου και η Ευαγγελία Καπετανάκου. Αλλά υπάρχουν και άλλες ακόμη νεώτερες.

Είναι όπως βλέπει ο αναγνώστης πολύ μακρύς ο κατάλογος των πνευματικών ανθρώπων της Λακωνίας και το έργο τους πολύμορφο. Και θα μπορούσε κανείς να παρατηρήση ότι η πνευματική παραγωγή της Λακωνίας των μέσων και μεταγενέστερων χρόνων είναι ασύγκριτα πλουσιώτερη απ’ της αρχαίας Σπάρτης, η οποία ήταν περισσότερο προσηλωμένη στα όπλα και σε έργα του πρακτικού βίου παρά σε επιδόσεις του πνεύματος.

Και πριν κλείσω την μελέτη τούτη σημειώνω ακόμη από τους λογοτέχνες του πεζού και του έμμετρου λόγου όσους Λάκωνες μπορώ να θυμηθώ. Αυτοί είναι κατά σειρά ο μακαρίτης Σπήλιος Πασαγιάννης και ο αδελφός του Κώστας, ο Λεων. Ραζέλος, ο Ι. Πετρουνάκος, ο Γ. Τσιμπιδάρος, (Φτέρης ), ο Β. Δασκαλάκης, ο Σ. Θεοδωρόπουλος (Άγις Θέρος), των οποίων το έργο είναι εκλεκτό και πολύμορφο και θα χρειαζότανε πολλές σελίδες για να αξιολογηθή όσο θα έπρεπε.

Ίσως να παρέλειψα και αρκετούς άλλους ακόμη λογοτέχνες και ζητώ συγνώμη.

Αλλά παρ’ όλη την αξία του έργου όσων ανέφερα και όσων παρέλειψα ακόμη, νομίζω ότι ο κατάλογος μου και συμπληρωμένος τέλεια αν ήταν, πάλι δεν θα είχε τόσα ονόματα λογοτεχνών Λακώνων και δεν θα ήταν τόσο πλούσιος όσο στους άλλους τομείς, που ανέφερα παραπάνω.

Είναι η αλήθεια ότι τόσον η αρχαία Σπάρτη, όσον και η αρχαία Λακωνία γενικώτερα, μένοντας προσκολλημένες στο στενό δωρικό πνεύμα, δεν κατόρθωσαν να παραβληθούν εις τους τομείς της τέχνης, ούτε να συναγωνισθούν τους άλλους Έλληνας στη λογοτεχνία με όσην επιτυχίαν επεβλήθησαν στα πεδία των μαχών και στην οργάνωσή τους ως Πολιτείας.

Μα από τότε βέβαια οι καιροί αλλάξανε, Όπως και οι άνθρωποι στη Λακωνία. Θέλω να πιστεύω λοιπόν ότι η λογοτεχνική αυτή ένδεια της Λακωνίας της σημερινής οφείλεται σε λόγους, όχι αταβιστικούς, αλλά σε καθαρά κοινωνικούς και οικονομικούς και, ας ελπίσουμε, εντελώς προσωρινούς.

Η Λογοτεχνία και η Ποίησις απαιτούν κάποια ευμάρεια και δεν μπορούν να θρέψουν όσους αφοσιώνονται σ’ αυτές. Εξ άλλου η Λακωνία είναι μια πολύ φτωχή χώρα και γι’ αυτό πρώτοι οι Λάκωνες από όλους τους άλλους Έλληνες πήραν το δρόμο της μεταναστεύσεως σε ξένες χώρες, για να κερδίσουν το ψωμί τους. Οι πλούσιοι Λάκωνες είναι ελάχιστοι και αυτοί δεν καταγίνονται με τη λογοτεχνία. Οι άλλοι που καταγίνονται με άλλους τομείς της επιστήμης έχουν απορροφηθεί στο έργο τους και σπάνιοι είναι εκείνοι που έχουν καιρό και δύναμη να θεραπεύουν το έργο τους και τις Μούσες μαζί.

Γι’ αυτό ίσως από την Πλειάδα των Λακώνων πνευματικών ανθρώπων που παραπάνω ανέφερα, ύστερα από 130 χρόνια ελεύθερης ζωής και τόσον πλουσίας κληρονομίας και παραδόσεως των περασμένων αιώνων, δεν βγήκε ακόμη ο μεγάλος πεζογράφος, ο μεγάλος ποιητής, ο μουσικός και ο ζωγράφος, ο καλλιτέχνης γενικά, που τον περιμένει με το δίκιο της η Λακωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: