Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ.

Η Ελληνική Σημαία έχει βαφτεί διαχρονικά με το αίμα των ηρώων της πατρίδας μας, σε όλους του αγώνες για την Ελευθερία της Ελλάδος. Η Ελληνική Σημαία, είναι το εθνικό σύμβολο της χώρας μας και έχει αλλάξει διαχρονικά πολλές μορφές ή τύπους. Σαν αφιέρωση για την Εθνική Εορτή του 25 Μαρτίου του 1921, θα σας παρουσιάσουμε πληροφορίες για την καθιέρωση της ελληνικής σημαίας , σαν συνέχεια του αφιερώματος που είχαμε παρουσιάσει τον ΜΑΡΤΙΟ του 2005 με τίτλο Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ. για την ενημέρωση των Ελλήνων και Απόδημων αδελφών μας της οποιασδήποτε γενιάς και σας προτρέπουμε να το μελετήσετε και να το διατηρήσετε στο αρχείο σας , έτσι ώστε με την νέα παρουσίαση, να συγκροτήσει ένα πλήρες αφιέρωμα. Αυτή η εργασία, είναι πόνημα του Αλέξανδρου-Μιχαήλ Χατζηλύρα μαζί τα κείμενα και οι φωτογραφίες του .

Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ .

Όπως είδαμε αναλυτικά στην προηγούμενη ενότητα, το πρώτο έτος της ελληνικής Επανάστασης κύλησε με την ανάδειξη και χρήση πολυάριθμων και διαφορετικών μεταξύ τους σημαιών, χερσαίων και ναυτικών, οι οποίες είχαν κοινό σημείο το σταυρό ή (στις σπάνιες περιπτώσεις που αυτός απουσίαζε) τη μορφή ενός Άγιου. Αφού δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση, δεν υπήρχε ούτε ένα ενιαίο σύμβολο του αγώνα, το οποίο να αναγνωρίζεται από όλα τα μέρη του αγώνα και, κατ' επέκταση, θα επισημοποιούσε την Επανάσταση.

Την 1η Ιανουαρίου του 1822 συνήλθαν στην Επίδαυρο οι Παραστάτες του Έθνους, πρόκριτοι, δημογέροντες, αγωνιστές και αντιπρόσωποι των διαφόρων ελληνικών τμημάτων, όπου στο όνομα της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος κήρυξαν «την πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν του ελληνικού έθνους ενώπιον Θεού και ανθρώπων», χρησιμοποιώντας και την πρώτη σφραγίδα της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος. Η Α΄ Ελληνική Εθνοσυνέλευση, όπως έμεινε στην ιστορία, συνέταξε και το πρώτο Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος (γνωστό και ως Οργανικός Νόμος της Επιδαύρου) - το οποίο και ουσιαστικά αποτελεί το πρώτο σύνταγμα της Ελλάδας - που καθιέρωνε σε δύο άρθρα τον τύπο και τα χρώματα της επίσημης ελληνικής σημαίας (κυανό και λευκό), εξουσιοδοτώντας το Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει το σχήμα και τις λεπτομέρειες που αφορούσαν τη χρήση της. Έτσι, με βάση τα δύο αυτά άρθρα, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εκδίδει στις 15 Μαρτίου του 1822 στην Κόρινθο το Διάταγμα 540, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο πιο κάτω:

Η σημασία της σημαίας.

Με εξαίρεση τα δύο αυτά ντοκουμέντα, καμία άλλη συμπληρωματική ένδειξη, έντυπο, νόμος ή κανονισμός δεν έχει βρεθεί, ώστε να μας διαφωτίσει ως προς το με ποιο σκεπτικό οι εθνοπατέρες της Ελλάδας επέλεξαν τα δύο αυτά χρώματα για τις σημαίες του κράτους, αλλά και ως προς το γιατί καθιέρωσαν τρία είδη σημαιών, δύο για τη θάλασσα και ένα για την ξηρά. Το μόνο στοιχείο που μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αντιλαμβανόμαστε, κι αυτό καθαρά από ιστορική και εθνολογική έρευνα, είναι η χρήση του σταυρού ως κύριου γνωρίσματος και των τριών σημαιών: όπως έχουμε τονίσει, ο σταυρός ήταν το σύμβολο που ένωνε τους απανταχού Έλληνες, ταυτίζοντάς τους με το Χριστιανισμό και το Βυζάντιο και φέρνοντάς τους σε άμεση (θρησκειολογική και πολιτιστική) αντιδιαστολή με τους μουσουλμάνους Οθωμανούς. Η Εκκλησία, στα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια που διήλθε ο υπόδουλος ελληνισμός, υπήρξε το μοναδικό σημείο στήριξής του, υποβαστάζοντας την πίεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στηρίζοντας το Έθνος υλικά, πνευματικά και με κάθε άλλο δυνατό τρόπο. Ο σταυρός στην Ελλάδα, όμως, υπήρχε αιώνες πριν από την έλευση του Χριστιανισμού ως σχέδιο με το οποίο διακοσμούνταν διάφορα αγγεία, οι λαβές των ξιφών και άλλα αντικείμενα, ενώ μνημονεύεται και από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς. Απ' ό,τι προέκυψε από έρευνα, οι αρχαίοι αγγειοπλάστες μεταχειρίζονταν το σταυρό ως άλλο ένα απλό γεωμετρικό σχήμα με σκοπό τον καλλωπισμό των έργων τους, χωρίς να του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία, μολονότι υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η λατρεία του Διόνυσου Βάκχου ήταν στενά δεμένη με το σχήμα του σταυρού.

Όμως, μετά απ' αυτά τα συμπληρωματικά στοιχεία, επανερχόμαστε στο ερώτημα των χρωμάτων και σχήματος της σημαίας. ΓΙΑΤΙ οι εθνοπατέρες επέλεξαν τα χρώματα αυτά για τη σημαία και ΓΙΑΤΙ επέλεξαν το συγκεκριμένο σχήμα;

Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε τις αληθινές προθέσεις των υπευθύνων για την επιλογή της σημαίας. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ακρίβεια στα πιο πάνω ερωτήματα, αν και από το Δημοτικό ακόμη διδασκόμαστε πάνω-κάτω ότι «τα χρώματα της ελληνικής σημαίας (μπλε και άσπρο) συμβολίζουν τον ουρανό και τον αφρό της θάλασσας, ενώ οι εννέα γραμμές αντιστοιχούν στις εννέα συλλαβές της φράσης Ελευθερία ή Θάνατος». Το πιο πάνω «στιχάκι» δεν είναι από πουθενά τεκμηριωμένο, παρά μόνο έχει επικρατήσει στη λαϊκή αντίληψη, κατά παρόμοιο τρόπο με το «μύθο» της Αγίας Λαύρας. Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε περιεκτικά και συνολικά τα δύο αυτά ερωτήματα, πρέπει να ανατρέξουμε σε πολλές πηγές και να καλύψουμε χρονικά όχι μόνο την επαναστατική περίοδο, αλλά και την αρχαϊκή και βυζαντινή εποχή.

Υπάρχουν πολλές και διάφορες εκδοχές, οι οποίες προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν το νόημα των δύο χρωμάτων: η επικρατέστερη φέρει το κυανό και το λευκό να συμβολίζουν το γαλάζιο ουρανό και τη γαλάζια θάλασσα που περιβάλλει την Ελλάδα και τα λευκά σύννεφα και το λευκό αφρό των κυμάτων της θάλασσας. Άλλη εκδοχή φέρει το λευκό να συμβολίζει την αγνότητα της ελληνικής Επανάστασης, τον καθαρό και άσπιλο σκοπό των Ελλήνων, ενώ το κυανό την ουράνια δύναμη, η οποία προστάτευε τους αγωνιστές (ουρανοχρωματισμένη και σαν κρίνο αγρού λευκή). Τα ίδια, όμως, χρώματα κατά την Ελληνική Επανάσταση υποδήλωναν «τήν δικαιοσύνην καί τήν πίστην τό κυανόν, τήν ηθικήν καθαρότηταν καί τήν αγνότηταν τού σκοπού τό λευκόν». Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι το άσπρο συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά και το γαλάζιο τη σοβαρότητα του ελληνικού λαού. Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι τα δύο χρώματα προέρχονται από την κλασική ελληνική αρχαιότητα της Αθήνας, αφού το λευκό και το γαλάζιο ήταν τα χρώματα του πέπλου της ιερουργίας της θεάς Αθηνάς. Η ίδια άποψη συνδέει τη μεν σημαία της ξηράς με τη σημαία του Νικηφόρου Φωκά και τη δε σημαία της θάλασσας με τη σημαία των Καλλέργηδων (οι οποίοι ήταν απόγονοι του Νικηφόρου Φωκά), ενώ για τον κυανόλευκο συνδυασμό κάνει συσχετισμό με την επίσημη στολή των Βυζαντινών και τη σημαία του βυζαντινού στόλου. Ο Νικόλαος Ζαφειρίου (βλέπε βιβλιογραφία) αναφέρει ότι κυανόλευκα ήταν τα σήματα (σημαίες) των συνταγμάτων του Μέγα Αλέξανδρου, αλλά και ότι οι Ιουδαίοι ξεχώριζαν τους Έλληνες από τα λευκά ενδύματα με κυανά περιζώματα, όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, γι' αυτό και βλέποντας τους μαθητές του Ιησού με παρόμοια ενδυμασία, τους κατηγόρησαν ως ελληνίζοντες. Κυανόλευκα ήταν και οικόσημα και η αυτοκρατορική σημαία των δυναστειών των Μακεδόνων (9ος - 11ος αιώνας) και των Παλαιολόγων (13ος - 15ος αιώνας), αλλά και ο θρόνος του Οικουμενικού Πατριάρχη. Υπάρχει επίσης και η εκδοχή που φέρει τα χρώματα να συμβολίζουν τη βράκα του ναυτικού και τη φουστανέλα του στεριανού, κάτι το οποίο συνάδει με αυτό που είπε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος όταν υπέγραψε για την κατάργηση της σημαίας της Φιλικής Εταιρείας (βλέπε στην επόμενη σελίδα).

Ερχόμενοι στην ερμηνεία των εννέα παράλληλων κυανόλευκων γραμμών, πρέπει να αναφέρουμε ότι η επικρατέστερη ερμηνεία φέρει τον αριθμό των γραμμών να αντιστοιχεί στις εννέα συλλαβές της φράσης «Ελευθερία ή Θάνατος», την οποία χρησιμοποιούσαν συχνότατα οι αγωνιστές της Επανάστασης, δηλώνοντας την απερίσπαστη προσήλωση και αφοσίωσή τους στην επίτευξη του υψηλότερου των αγαθών, της ελευθερίας, για την απόκτηση της οποίας δεν δέχονταν κανένα απολύτως συμβιβασμό και ήσαν πανέτοιμοι να την αποκτήσουν με όλα τα μέσα, δίνοντας ακόμη και την ίδια τους τη ζωή. Παραλλαγή αυτής της εκδοχής φέρει τον αριθμό των γραμμών να αντιστοιχεί στον αριθμό των γραμμάτων της λέξης Ελευθερία, το υπέρτατο αγαθό για κάθε άνθρωπο, ένα αγαθό για το οποίο οι Έλληνες στο ρου της ιστορίας πάντοτε πολεμούν και χύνουν αίμα για να το αποκτήσουν. Επίσης, θυμίζουμε ότι ο αριθμός εννέα (9) ανέκαθεν θεωρούνταν ιερός και μυστικιστικός, ενώ υπάρχει και η ερμηνεία ότι η εναλλαγή των κυανών και των λευκών γραμμών συμβολίζει τα κύματα του Αιγαίου Πελάγους. Έχει υποστηριχτεί ότι οι εννέα κυανόλευκες οριζόντιες λωρίδες συμβολίζουν τις εννέα Μούσες ή την αμερικανική σημαία (η χώρα αυτή βοήθησε την Ελλάδα αρκετά στον αγώνα). Η πιθανότερη εκδοχή, όμως, τη συσχετίζει με τη σημαία των αδελφών Καλλέργη, απογόνων του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η πρώτη φορά που η σημερινή σημαία της στεριάς (και πρώην επίσημη του ελληνικού κράτους) χρησιμοποιήθηκε ήταν στη Σκιάθο το Σεπτέμβριο του 1807, όταν οι αρματολοί του Ολύμπου, μετά τη συνθήκη του Τίλσιτ μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, φτάνουν στο νησί με 70 καταδρομικά πλοία υπό τις διαταγές του Γιάννη Σταθά, κατεβάζουν τη ρωσική σημαία και ανεβάζουν γαλάζια σημαία με λευκό σταυρό (τ' ουρανού παντιέρα). Στη Μονή της Ευαγγελίστριας στο νησί, σχεδιάστηκε, υφάνθηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε η πρώτη ελληνική σημαία με το λευκό σταυρό στη μέση επί γαλανού φόντου. Σε αυτή ο Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον σκιαθίτη διδάσκαλο του γένους, Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, και πολλούς άλλους, μετά από μεγάλη σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι για να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης τους. Η πρώτη φορά που υψώθηκε η σημερινή επίσημη (ναυτική) σημαία της Ελλάδας ήταν το 1823 στην Κόρινθο όταν, μετά από 364 χρόνια σκλαβιάς, απελευθερώθηκε και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας.

Επιπρόσθετα, άλλο ένα θέμα, το οποίο ουδέποτε θα μπορέσει να διασαφηνιστεί, αναφορικά με το σχήμα της σημαίας, είναι το γιατί οι Εθνοπατέρες επέλεξαν τη σημαία να έχει γαλάζιο φόντο και λευκό σταυρό, αντί να έχει λευκό φόντο και κυανό σταυρό: Όπως αναφέραμε στις προηγούμενες ενότητες, αλλά και όπως φαίνεται και από τις σημαίες που διασώζονται, στις σταυρόσχημες σημαίες του αγώνα (αλλά και πριν από την Επανάσταση), το τελευταίο σχέδιο ήταν και το πιο κοινό, έχοντας τις ρίζες του στη βυζαντινή ναυτική σημαία. Από τους οπλαρχηγούς, μόνο ο Γιάννης Σταθάς και ο Γρηγόριος Δίκαιος Παπαφλέσσας χρησιμοποιούσαν το πρώτο σχέδιο, θα πρέπει όμως να αναφερθεί και ότι αρκετοί άγνωστοι αγωνιστές χρησιμοποιούσαν το σχέδιο με το γαλάζιο φόντο και το λευκό σταυρό. Δυστυχώς, και πάλι δεν υπάρχουν στοιχεία τα οποία να αιτιολογούν την επιλογή του σχήματος αυτού.

Η «πάλη» μεταξύ της επίσημης και των επαναστατικών σημαιών .

Διαβάζοντας την ιστορία της καθιέρωσης της ελληνικής σημαίας, άλλο ένα ερώτημα θα πρέπει να γεννιέται στο μυαλό μας. Γιατί οι εθνοπατέρες δεν αποφάσισαν να χρησιμοποιηθεί η σημαία της Φιλικής Εταιρείας ή, έστω, του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ως επίσημη σημαία;

Αντίθετα με τα προηγούμενα ερωτήματα, τα οποία απαντώνται μόνο με εικασίες, εδώ μπορούμε να δώσουμε σαφείς και συγκεκριμένες απαντήσεις. Η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, βάζοντας πάνω απ' όλα τα συμφέροντα του Έθνους - ώστε να διαφυλάξει το σκοπό του αγώνα και να αντιστρέψει την εσφαλμένη εντύπωση που είχε αρχικά δημιουργηθεί στις αυλές της Ευρώπης και ιδιαίτερα στους κόλπους της Ιεράς Συμμαχίας για την Επανάσταση (ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα επαναστατικό κίνημα το οποίο ήταν υποκινούμενο από μυστική συνωμοτική οργάνωση, με σκοπό την καθεστωτική αλλαγή και κοινωνική μεταρρύθμιση της περιοχής των Βαλκανίων) - πήρε την απόφαση να απαλείψει όλα τα φιλικά και βυζαντινά σύμβολα που ως τότε έφεραν οι σημαίες της Επανάστασης, παράλληλα με την άρνηση του Επαναστατικού Διευθυντηρίου να δεχτεί Ιταλούς «ελευθερόφρονες» εθελοντές στους κόλπους του αγώνα, προβάλλοντας έτσι περίτρανα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι η Επανάσταση ήταν ένας καθαρά απελευθερωτικός αγώνας. Εκτός από την άποψη αυτή του Σπυρίδωνος Τρικούπη, υπάρχει και η προφορική παράδοση των Εταιριστών, η οποία διατυπώνεται στο βιβλίο του Σακελλάριου Γ. Σακελλαρίου «Φιλική Εταιρεία», το οποίο εκδόθηκε στην Οδησσό το 1909.

Έγχρωμη λιθογραφία που απεικονίζει το Δημήτριο Υψηλάντη.

Μετά την καθιέρωση της επίσημης σημαίας, ωστόσο, δεν παύει η χρήση των διαφόρων επαναστατικών σημαιών, παρά μόνο μετά από αρκετά χρόνια. Οι πιο «επίμονες» επαναστατικές σημαίες ήταν τα πολύχρωμα μπαϊράκια της Ρούμελης και η σημαία του Αρείου Πάγου, ο οποίος μάλιστα είχε επίμονα ζητήσει τη χρήση της ιδιότυπής του σημαίας στην περιοχή του, δίνοντας και σχετική εντολή «Να εμποδίσεις να μη περιφέρεται η τρίχρωμη σημαία εις την περιφέρειαν του Αρείου Πάγου αλλα μόνον η Εθνική» στον πληρεξούσιό του, Γεώργιο Αινιάνα, που θα μετέβαινε στη Συνέλευση των Χιλιάρχων και λοιπών αρχηγών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας στις 6 Μαρτίου 1822. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, θέλοντας να συγκεράσει τις αντιδράσεις, στις 9 Απριλίου 1822 γράφει από το Δαδί στο Βουλευτικό τα εξής σοφά λόγια: «Περί δέ τής μορφής καί τού χρώματος τής σημαίας, οποιοι ποτέ και αν ήσαν οί λόγοι τών νεωτερισάντων, ουτ' εναντιώθην ποτέ, ούτ' εναντιουμαι, τήν σωτηρίαν τής Ελλάδος θεωρών ούχι είς τα χρώματα, αλλ' εις τις πράξεις και εις την απαθή και ειλικρινή αφιέρωσιν προς την κοινην του έθνους οφέλειαν και δόξαν. Μάλιστα δε και βλέπων ενταύθα σημαίας διαφόρων ειδών, τας μεν λευκάς, τας δε ποικίλων χρωμάτων, και στοχαζόμενος ότι δεν συμφέρει ουδέ πρέπει τοιαύτη ανομοιώτης, επρόσταξα ν' ακολουθήσωσιν όλοι την νέαν. Ανάγκη ομως να ετοιμασθώσιν αυτού αρκεταί και να σταλώσιν εις τα διάφορα στρατιωτικά σώματα, να γράψει περι αυτών η Βουλη προς τον Άρειον Πάγον».

Τα χρώματα της σημαίας επαναλαμβάνονται και στο Νόμο της Επιδαύρου από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος το 1823, τονίζοντας παράλληλα τον τερματισμό της χρήσης των επαναστατικών σημαιών. Όμως, ενώ θα περιμέναμε να εκλείψει η πολυμορφία των σημαιών κατά το τέλος του Αγώνα, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, αφού στο Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος, το οποίο συνέταξε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας (1η Μαΐου του 1827), και πάλι συναντούμε ανάλογη μνεία για τη σημαία.

Οι μετατροπές στη σημαία.

Από την καθιέρωσή της, το Μάρτιο του 1822, μέχρι και σήμερα, η ελληνική σημαία έχει υποστεί διάφορες μικρές τροποποιήσεις, οι οποίες αντικατόπτριζαν κυρίως τις συνταγματικές αλλαγές του πολιτεύματος της χώρας. Πιο κάτω θα εξετάσουμε τις κυριότερες από αυτές.

Στις 30 Ιουλίου του 1828, με το Ψήφισμα ΙΒ΄, αρ. 3529, ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας λαμβάνει την απόφαση της εξομοίωσης της σημαίας των εμπορικών πλοίων με αυτή των πολεμικών, μιας και ήταν μεγάλη αδικία για τα εμπορικά πλοία, τα οποία προσέφεραν ισάξιες υπηρεσίες στο κράτος, να φέρουν διαφορετική σημαία. Με Βασιλικό Διάταγμα στις 4 Απριλίου του 1833, ο βασιλιάς Όθωνας ρυθμίζει αναλυτικότερα το θέμα των ναυτικών σημαιών. Στις 20 Απριλίου του 1841, με την Υπ' αριθμό 3658 διαταγή της Γραμματείας επί των Ναυτικών της Επικρατείας, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της κατασκευής και των διαστάσεων των σημαιών, ενώ με Βασιλικό Διάταγμα στις 28 Αυγούστου του 1858 (Περί ελληνικής πολεμικής καί εμπορικής σημαίας) κανονίζεται η χρήση των διαφόρων διακριτικών της πολεμικής και εμπορικής σημαίας, όπως επίσης και τα σημεία επάρσεως και οι διαστάσεις και αναλογίες των σημαιών.

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1863, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ εκδίδει νέο Βασιλικό Διάταγμα, το οποίο καθόριζε το σχήμα και τις αναλογίες διαστάσεων της επίσημης βασιλικής σημαίας, προσθέτοντας το βασιλικό στέμμα στο κέντρο του σταυρού των σημαιών του Πολεμικού Ναυτικού και των Φρουρίων, ενώ η βασιλική σημαία θα έφερε στο μέσο του σταυρού τα εμβλήματα του κράτους και τα οικόσημα της βασιλικής οικογένειας. Επίσης, με Βασιλικό Διάταγμα καθορίζονται οι πολεμικές σημαίες των Ταγμάτων στις 9 Απριλίου του 1864, διατηρώντας μέχρι σήμερα την ίδια μορφή, δηλαδή κυανόλευκη με σταυρό, μεταξωτή με χρυσά κρόσσια ολόγυρα - συμβολίζουν τις ψυχές που η πατρίδα εμπιστεύεται στη σημαία - και με τον έφιππο Άγιο Γεώργιο στη μέση. Οι διαστάσεις των σημαιών περιλήφθηκαν και σε νέο Βασιλικό Διάταγμα, που εκδόθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1867.

Αφίσα του 1912 με τα νέα απελευθερωμένα μέρη.

Στις 31 Μαΐου του 1914, αποφασίστηκε με νέο Βασιλικό Διάταγμα η σημαία των Υπουργείων, Πρεσβειών και Δημόσιων-Δημοτικών καταστημάτων να φέρει στέμμα στη μέση (δηλαδή να είναι ίδια με αυτή των Φρουρίων), ενώ οι ιδιώτες επιτρεπόταν να υψώνουν την εμπορική ναυτική σημαία (πανομοιότυπη με την πολεμική, χωρίς όμως το στέμμα). Επίσης, για τις Μονάδες του Στρατού, θεσμοθετήθηκε να φέρουν πολεμική σημαία μόνο τα Συντάγματα του Πεζικού και των Ευζώνων. Τον Απρίλιο του 1926, Πολεμική Σημαία απονεμήθηκε και στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, με τον καθορισμό των διακριτικών της τον Ιούλιο του ίδιου έτους και την προσθαφαίρεση του στέμματος στα κατοπινά χρόνια, ανάλογα με τις πολιτειακές αλλαγές της χώρας. Το 1938 καθορίστηκαν λεπτομερώς οι πολεμικές σημαίες των Συνταγμάτων Πεζικού και Ευζώνων και απονεμήθηκαν πολεμικές σημαίες στα νεοσύστατα Συντάγματα Ιππικού.

Στις 25 Μαρτίου του 1924, τα Υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών, με σκοπό την εκτέλεση του ψηφίσματος της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης στην Αθήνα «Περί ανακηρύξεως τής Δημοκρατίας», διέταξαν την αφαίρεση των στεμμάτων από τις σημαίες, για να επανέλθουν στις 10 Οκτωβρίου του 1935, όταν η Ε΄ Εθνική Συνέλευση στην Αθήνα αποφασίζει το Ψήφισμα «Περί καταργήσεως τής αβασιλεύτου Δημοκρατίας». Τον Απρίλιο του 1967, μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τη Χούντα, αφαιρείται το στέμμα από τις σημαίες, ενώ το 1969 με νέο ψήφισμα καταργήθηκε η στεριανή σημαία και καθιερώθηκε ως επίσημη η ναυτική σημαία αν και δεν ορίστηκαν συγκεκριμένες αποχρώσεις του μπλε, καθορίστηκε ότι όλες οι σημαίες έπρεπε να έχουν το ίδιο χρώμα με τις «πρότυπες» δύο κυβερνητικών υπηρεσιών. Κρίνοντας από τις σημαίες που φτιάχτηκαν μεταξύ 1970-1975, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι «πρότυπες» σημαίες ήταν κάπως σκουρόχρωμες. Στις 18 Αυγούστου του 1970, η αναλογία της σημαίας άλλαξε από 2:3 σε 7:12, με αποτέλεσμα να γίνει κάπως πιο μακρόστενη.

Μετά τη μεταπολίτευση που επήλθε με την πτώση της Χούντας τον Ιούλιο του 1974 και την εγκαθίδρυση με δημοψήφισμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ψηφίζεται ο Νόμος υπ' αρ. 48/1975 «Περί τής εθνικής σημαίας τής ελλάδος καί τού εμβλήματος τής ελληνικής Δημοκρατίας», ενώ με το Προεδρικό Διάταγμα 515/1975 ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της μορφής και των διαστάσεών της. Μολονότι και τα δύο αυτά έγγραφα δεν κάνουν αναφορά σε «κατά θάλασσαν» σημαία, δεν την καταργούν. Ο Νόμος 851/21-12-1978 (ΦΕΚ 233 τΑ΄) «Περί εθνικής Σημαίας, τών Πολεμικών Σημαιών καί τού Διακριτικού Σήματος τού Προέδρου τής Δημοκρατίας» καθόρισε την επίσημη εθνική σημαία που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, καθώς και τις τεχνικές και τυπικές προδιαγραφές της. Ανάμεσα σε αυτές, ορίστηκε ο κοντός των σημαιών ιδιωτών, γραφείων και καταστημάτων να μη φέρει σταυρό, αντίθετα με τις σημαίες των δημόσιων, δημοτικών, εκπαιδευτικών και στρατιωτικών αρχών. Στο άρθρο 9, όμως, καταργούνται οι διατάξεις των προηγούμενων ετών (1967, 1969, 1971, 1973, 1975), με αποτέλεσμα, ο Νόμος 48/1975 και το ΠΔ 515/1975 να καταργηθούν, αντί να συμπληρωθούν, και μαζί καταργήθηκε η πρώτη ελληνική σημαία, όπως είχε καθοριστεί από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και είχε παραμείνει αναλλοίωτη σχεδόν για 156 χρόνια, διαμέσου δεσποτισμού, μοναρχίας, βασιλείας, δικτατορίας και δημοκρατίας. Το 1980, με το Προεδρικό Διάταγμα 348/17-4-1980 (ΦΕΚ 98 τΑ΄), καθορίστηκαν λεπτομερώς οι προδιαγραφές για την κατασκευή πολεμικών σημαιών. Κατά γενική ομολογία, μετά το 1978 χρησιμοποιείται πιο απαλό γαλάζιο για τις ελληνικές σημαίες (σε σύγκριση με τις χουντικές).

*




www.Apodimos.com - Κείμενο-Φωτογραφίες: Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ωραία όλα αυτά για τη σημαία, όμως τι λέτε για το κάψιμο της σημαίας ως μορφή διαμαρτυρίας?
Από νομικής απόψεως στην Ελλάδα απαγορεύεται, ενώ στις ΗΠΑ το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι αποτελεί δημοκρατικό δικαίωμα κάθε αμερικανού πολίτη να εκφράσει τη διαμαρτυρία του καίγοντας το εθνικό σύμβολο. Η ειρωνία της υπόθεσης είναι ότι αυτοί οι οποίοι καίνε την ελληνική σημαία στη χώρα μας έχουν στο νου τους άλλα (κυρίως τριτοκοσμικά) πρότυπα δημοκρατίας και όχι τις ΗΠΑ.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται από την εθνική νομοθεσία κάθε χώρας το κάψιμο της σημαίας από τους πολίτες της δείχνει δύο πράγματα:
τη δημοκρατική ωριμότητα της χώρας αυτής και την ανωριμότητα κάποιων πολιτών της.