Ειδικότερα, η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 βρίσκει Μητροπολίτη Λακεδαιμονίας τον Χρύσανθο, ο οποίος καταγόταν οπό το Μπαρσινίκο (άνωθεν του Μύστρα) με έδρα φυσικά το Μυστρά.
Ο Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Χρύσανθος με δεσμευμένες τις σωματικές του δυνάμεις λόγω γήρατος και οφθαλμικής ανικανότητας, δεν μπορεί να προσφέρει τις σπουδαίες υπηρεσίες στο έθνος, για τις οποίες διακρίνεται ο εμπνευσμένος ιεράρχης και ενθουσιώδης πατριώτης Επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Έτσι, ο Θεοδώρητος ο Β' ακμαιότατος και δραστήριος αναλαμβάνει την 25η Μαρτίου 1821, ως φυσικός αναπληρωτής τού γεραρού και γηραιού Χρύσανθου, να διαλαλήσει από τον άμβωνα το κήρυγμα ελευθερίας των υπόδουλων και τη θριαμβευτική έναρξη του αγώνα.
Μετά το θάνατο του τυφλού ήδη Χρύσανθου, το 1823, αναλαμβάνει ο Χαριουπόλεως Δανιήλ, Κουλουφέκης, ορχικά ως τοποτηρητής και οπό το 1833 ως Μητροπολίτης διακρινόμενος για τη θρησκευτική, εθνική και κοινωνική του δράση. Ο Δανιήλ είναι μία ξεχωριστή φυσιογνωμία και το όνομά του συνδέεται με τη νέα Σπάρτη. Επί των ημερών του η έδρα της Μητροπόλεως μεταφέρεται από το Μυστρά στη Σπάρτη, το 1837, και κτίζεται το πρώτο Επισκοπείο. Με το έργο του λαμπρύνει την εκκλησιαστική ιστορία της Λακεδαίμονος.
Η ιστορία της Εκκλησίας της νέας Σπάρτης ακολουθεί την πορεία οργανώσεως, πού διαγράφει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μέχρι τότε ολόκληρος ο νομός Λακωνίας, όπως άλλωστε και η εκκλησιαστική επαρχία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας, δεν παρουσιάζει ενότητα στην εκκλησιαστική και πολιτική Γεωγραφία. Το Β.Δ. της 21ης Νοεμβρίου 1833 -το οποίο ρυθμίζει το προσωπικό των Επισκοπών της χώρας, αν και ορίζει τη Λακωνία ως ενιαία εκκλησιαστική περιφέρεια, συγχρόνως, προχωρεί στην κατάτμηση των οκτώ επισκοπών τού νομού. Ό Επίσκοπος Λακεδαίμονος καθίσταται πρώτος και κύριος μοχλός των εκκλησιαστικών θεμάτων στο νομό έχοντας στη δικαιοδοσία του και τούς υπόλοιπους αρχιερείς των Επισκοπών Σελλασίας, Επιδαύρου, Λιμηράς, Γυθείου, Ασίνης (τέως επισκοπή Λαγείας) , Οιτύλου, Ζυγού και Καρδαμύλης.
Με το νέο εκκλησιαστικό καθεστώς η Εκκλησιαστική Γεωγραφία στην περιοχή συμπίπτει με τη διαμορφούμενη πολιτική. Με το διάταγμα (1833) η Μητρόπολη Μονεμβασίας μετονομάζεται σε Επισκοπή Επιδαύρου Λιμηράς. Εν τω μεταξύ στα επόμενα χρόνια οι περιφερειακές Επισκοπές ενώνονται διαδοχικά με την Επισκοπή Λακεδαίμονος, Η συγχώνευση αυτή πραγματοποιείται το χρονικό διάστημα 1834-1852. Συγκεκριμένα, η αρχή γίνεται με την Επισκοπή Καρδαμύλης (1834) και ακολουθούν οι Επισκοπές Οιτύλου, Ζυγού (1841) και Γυθείου (1842). Η Επισκοπή Σελλασίας, πρώην Βρεσθένης, από τις εκτάσεις της άλλες διατηρεί και άλλες παραχωρεί στην Επισκοπή Λακεδαίμονος, με ενέργειες του Δανιήλ. Τελευταία ενώνεται με την Επισκοπή Λακεδαίμονος η Επισκοπή Ασίνης (1852),
Μέσα σ' αυτό το κλίμα το Δεκέμβριο του 1841 η Επισκοπή Επιδαύρου Λιμηράς συγχωνεύεται με την Επισκοπή Λακεδαίμονος, Έτσι, μεταβιβάζονται στον Επίσκοπο Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος τα προνόμια εξαρχίας της Πελοποννήσου καθώς και ο τίτλος Παναγιότατος, τα οποία είχε απονείμει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος IIο Παλαιολόγος στον τότε Μητροπολίτη Μονεμβασίας Νικόλαο με το γνωστό χρυσόβουλο τού 1301. Από τότε ο εκάστοτε Επίσκοπος της Μητροπόλεως αυτής , καθώς και ο νυν Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης, φέρει τον τίτλο και προσαγορεύεται Παναγιότατος εντός των ορίων της επαρχίας του.
Κάπου, εδώ, κλείνει τον κύκλο της η μεγάλη ιστορία της Μητροπόλεως Λακεδαιμονίας (ή κατόπιν Μονεμβασίας και Σπάρτης), η οποία διέγραψε μία λαμπρή και μεγάλη πορεία από τη στιγμή της δημιουργίας της (γύρω στα 500 μ.Χ.) μέχρι τού θανάτου τού τελευταίου της Επισκόπου Δανιήλ Κουλουφέκη (Δεκέμβριος 1844). Τα επόμενα οκτώ χρόνια τη διοίκηση της ι. Μητροπόλεως έχει Εκκλησιαστική Επιτροπή (Α. Επισκοπική Επιτροπεία: 1844-1852).
Από τις 9 Απριλίου 1852, με το Σ. Εκκλησιαστικό Νόμο, περί Επισκοπών και Επισκοπών, η Εκκλησιαστική επαρχία Λακεδαίμονος, η οποία από το 1833 περιελάμβανε όλο το νομό Λακωνίας, διαιρείται σε τρεις εκκλησιαστικές περιφέρειες: την Αρχιεπισκοπή Μονεμβασίας και Σπάρτης (πρώτη φορά αναφέρεται το όνομα της Σπάρτης -σε τίτλο εκκλησιαστικής διοικήσεως), την Επισκοπή Γυθείου και την Επισκοπή Οίτύλου. Ο ίδιος νόμος αντικαθιστά τον τίτλο της μέχρι τότε Επισκοπής «Λακεδαίμονος», ο οποίος θεωρήθηκε ατυχής, με τον αρμόζοντα από την ιστορία τίτλο: Μονεμβασίας και Σπάρτης. Με την εκκλησιαστική αύτή διαίρεση ο τίτλος της Επισκοπής Μονεμβασίας και Σπάρτης προτάσσει τού ονόματος τής Σπάρτης, που ήταν πρωτεύουσα του νομού και έδρα του αρχιεπίσκοπου, τη Μονεμβασία για να υπενθυμίσει την ιστορία της περίφημης ομώνυμης Μητροπόλεως και να αποδώσει την αίγλη και τη λαμπρότητά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου