Και προσθέτει: «Δηλαδή η συνολική κατανάλωση της χώρας σε εξαιρετικό παρθένο λάδι καλύπτεται από την παραγωγή της περιοχής μιας Ένωσης της Κρήτης, η δε κατανάλωση ελληνικού λαδιού καλύπτεται από την παραγωγή ενός απλού Συν/σμού ή ενός καλού ιδιωτικού ελαιοτριβείου Επομένως τα μεγέθη είναι απελπιστικά χαμηλά και δεν δικαιολογούν θριαμβολογίες από καμιά πλευρά».
Οι αντίπαλοι: «Σογιέλαιο και τιμή»
Ο επιστημονικός σύμβουλος του ΣΕΔΗΚ, επισημαίνει πως ο λόγος για την μικρή αυτή κατανάλωση είναι διπλός. Αφενός το ότι η παραδοσιακή διατροφή των Κινέζων στηρίζεται στα σπορέλαια και κυρίως στο σογιέλαιο και αφετέρου η τιμή του ελαιολάδου.«Τα λάδια που καταναλώνονται στην κινεζική αγορά, σύμφωνα με εκθέσεις της Πρεσβείας μας είναι κατά βάση σπορέλαια. Το ελαιόλαδο ήταν γνωστό από παλιά στην Κίνα, ως ένα προϊόν με θεραπευτικές και καλλυντικές ιδιότητες και μόλις τα τελευταία χρόνια εκτιμήθηκε για τη διατροφική του αξία και τη συμβολή του στην υγιεινή διατροφή» αναφέρει ο κ.Μιχελάκης διευκρινίζοντας πως «το ελαιόλαδο ως μαγειρικό λάδι χρησιμοποιείται κυρίως από τα νοικοκυριά με υψηλότερο εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο και τα εστιατόρια με δυτική κουζίνα καθώς και τα εστιατόρια διεθνών αλυσίδων ξενοδοχείων. Αντίθετα, στα εστιατόρια με παραδοσιακή κινεζική κουζίνα χρησιμοποιείται κατά κόρον το σογιέλαιο. Έτσι το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, πωλείται προς το παρόν, περισσότερο στα εστιατόρια πολυτελών ξενοδοχείων, τα εστιατόρια δυτικής κουζίνας, τις διεθνείς αλυσίδες υπερκαταστημάτων και σούπερ μάρκετ και τα τοπικά σούπερ μάρκετ και καταστήματα τροφίμων, που απευθύνονται σε αλλοδαπούς που διαμένουν στην Κίνα καθώς και σε Κινέζους που έχουν ζήσει στο εξωτερικό και έχουν υιοθετήσει ορισμένες δυτικές καταναλωτικές συνήθειες όπως και σε Κινέζους υψηλής εισοδηματικής τάξης. Κύριος παράγοντας που επηρεάζει τη γενικότερη εξέλιξη της αγοράς ελαιολάδου είναι, βασικά, η τιμή του αφού συνδέεται άμεσα με το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα. Οι τιμές του τυποποιημένου ελαιόλαδου στα κινεζικά σούπερ μάρκετ κυμαίνονται ανάλογα με τη χώρα προέλευσης και τη φήμη της ετικέτας από 7 - 14 ευρώ/λίτρο. Το πραγματικό διαθέσιμο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα στις αστικές περιοχές ήταν το 2008, 15.781 γουάν (περίπου 1700 ευρώ) ενώ κατά πολύ χαμηλότερο, περίπου στο 1/3, ήταν στις αγροτικές περιοχές. Δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα του μέσου Κινέζου είναι περίπου 150 ευρώ τον μήνα, ποσό που δεν του αφήνει περιθώρια προοπτικών για να γίνει καταναλωτής ελαιόλαδου στο εγγύς μέλλον. Επομένως, η κατανάλωση ελαιόλαδου σήμερα στη χώρα του Κομφούκιου αποτελεί πολυτέλεια των πλουσίων Κινέζων και των Ευρωπαίων και Αμερικανών κατοίκων της χώρας».
Βέβαια, το απώτερο μέλλον διαγράφεται πιο αισιόδοξο καθώς « συγκριτικά με άλλες χώρες, οι πλούσιοι καταναλωτές στην Κίνα είναι ηλικιακά, κατά μέσο όρο, 20 χρόνια νεότεροι απ’ ότι στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία. Το 80% είναι κάτω των 45 ετών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία είναι 30% και 19%. Πάντως, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών, στο τέλος του 2008, έφτασαν το μεγαλειώδες ποσό των 22,2 τρις γουάν, αφού αυξήθηκαν κατά 25,7% σε σχέση με το 2007 και το ποσοστό ανεργίας έφθασε το 2008 επίσημα στο 4,2% ενώ το ίδιο έτος δημιουργήθηκαν στις αστικές περιοχές 11,13 εκατομ. νέες θέσεις εργασίας.
Επομένως, οι προοπτικές εξέλιξης της χώρας είναι σημαντικές και αν συνεχιστούν οι ρυθμοί ανάπτυξης και αύξησης εισοδήματος σύντομα η χώρα θα αποτελέσει έναν σοβαρό μελλοντικό καταναλωτή ελαιολάδου».πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου