Το Icerya purchasi είναι ιθαγενές είδος της Αυστραλίας, εξαιρετικά πολυφάγο. Εκτός από τα εσπεριδοειδή προσβάλει πολλά άλλα καλλωπιστικά καρποφόρα και αυτοφυή φυτά όπως τριανταφυλλιά, πιττόσπορο, δάφνη, μηλιά. έντομο Τα ακμαία θηλυκά έχουν σώμα ωοειδές, διευρυνόμενα προς τα πίσω.
Κατά την περίοδο της ωοτοκίας το θηλυκό άτομο σχηματίζει στο άκρο της κοιλίας του ένα μεγάλο λευκό ωόσακο με 14-16 επιμήκεις αυλακιές, που μπορεί να φθάσει τα 10 mm σε μήκος. Διαχειμάζει κυρίως ως ακμαίο θηλυκό στις μασχάλες των κλάδων και σ’ άλλα προφυλαγμένα μέρη.
Την άνοιξη, οι νεαρές νύμφες προσβάλουν φύλλα και βλαστούς. Στα φύλλα βρίσκονται συνήθως κατά μήκος του κεντρικού νεύρου ή των κύριων νεύρων. Σχηματίζει 2-3 ή και περισσότερες γενιές το χρόνο, πολλαπλασιάζεται γρήγορα και σχηματίζει αποικίες στις μασχάλες βλαστών και κλάδων. Εάν υπάρξουν ευνοϊκές οικολογικές συνθήκες προκαλεί σημαντικές ζημιές, άμεσες (με την μύζηση φυτικών χυμών) αλλά και έμμεσα, με τα μελιτώδη εκκρίματα που παράγει.
Για την καταπολέμησή του, όπως και στον Ψευδόκοκκο, πρέπει να εξαλειφθούν οι παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξή του, δηλαδή το υγρό περιβάλλον με ελλιπή φωτισμό και αερισμό. Αυτό επιτυγχάνεται με ένα καλό κλάδεμα το οποίο μειώνει σαφώς τον πληθυσμό του εντόμου. Πολύ καλά αποτελέσματα δίνει επίσης η δράση του αρπακτικού Rodolia (Novius) cardinalis (Coleoptera: Coccinellidae). Οι παραπάνω παράγοντες συνδυαζόμενοι μπορούν να επιτύχουν αποτελεσματικό έλεγχο του I. purchasi, χωρίς τη χρήση χημικών μέσων. Αν παρόλα αυτά ο πληθυσμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα, μπορεί να γίνει επέμβαση με τα εντομοκτόνα buprofezin,parathion, malathion, πάντα όμως μετά από παρακολούθηση του πληθυσμού με δειγματοληψίες φύλλων και βλαστών ή τινάγματα φυλλώματος.
Κατά την περίοδο της ωοτοκίας το θηλυκό άτομο σχηματίζει στο άκρο της κοιλίας του ένα μεγάλο λευκό ωόσακο με 14-16 επιμήκεις αυλακιές, που μπορεί να φθάσει τα 10 mm σε μήκος. Διαχειμάζει κυρίως ως ακμαίο θηλυκό στις μασχάλες των κλάδων και σ’ άλλα προφυλαγμένα μέρη.
Την άνοιξη, οι νεαρές νύμφες προσβάλουν φύλλα και βλαστούς. Στα φύλλα βρίσκονται συνήθως κατά μήκος του κεντρικού νεύρου ή των κύριων νεύρων. Σχηματίζει 2-3 ή και περισσότερες γενιές το χρόνο, πολλαπλασιάζεται γρήγορα και σχηματίζει αποικίες στις μασχάλες βλαστών και κλάδων. Εάν υπάρξουν ευνοϊκές οικολογικές συνθήκες προκαλεί σημαντικές ζημιές, άμεσες (με την μύζηση φυτικών χυμών) αλλά και έμμεσα, με τα μελιτώδη εκκρίματα που παράγει.
Για την καταπολέμησή του, όπως και στον Ψευδόκοκκο, πρέπει να εξαλειφθούν οι παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξή του, δηλαδή το υγρό περιβάλλον με ελλιπή φωτισμό και αερισμό. Αυτό επιτυγχάνεται με ένα καλό κλάδεμα το οποίο μειώνει σαφώς τον πληθυσμό του εντόμου. Πολύ καλά αποτελέσματα δίνει επίσης η δράση του αρπακτικού Rodolia (Novius) cardinalis (Coleoptera: Coccinellidae). Οι παραπάνω παράγοντες συνδυαζόμενοι μπορούν να επιτύχουν αποτελεσματικό έλεγχο του I. purchasi, χωρίς τη χρήση χημικών μέσων. Αν παρόλα αυτά ο πληθυσμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα, μπορεί να γίνει επέμβαση με τα εντομοκτόνα buprofezin,parathion, malathion, πάντα όμως μετά από παρακολούθηση του πληθυσμού με δειγματοληψίες φύλλων και βλαστών ή τινάγματα φυλλώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου