Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑΣ ΓΙΑΝΝΟΥΣ

Κατοχή! Η γερμανική μπότα χτυπά βαριά στη γή της πατρίδας μας. Πολύ δε πιο βαριά στα ορεινά χωριά της. Το ορεινό χωριό ’γιος Βασίλειος του Πάρνωνα δοκιμάζεται φοβερά από διωγμούς και συλλήψεις. Φόβος μεγάλος διαπερνά τις καρδιές των κατοίκων και ιδιαίτερα των παιδιών που για πρώτη φορά αντίκριζαν ανθρώπους με τόση βαρβαρότητα και βάναυση συμπεριφορά.

Η κυρά Γιαννού Σούντα, της οποίας ο άνδρας είχε αφήσει τα κόκαλά του σε κάποια πλαγιά του Σμόλικα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, μόνη με τις δυο κόρες της στο φτωχικό της, τρέμουν σύγκορμες. Χειμώνας και δίπλα στο τζάκι το βράδυ, όπου δυο κούτσουρα σιγοκαίνε με τα οποία ζεσταίνεται και φωτίζεται το σπιτικό της, γιατί το λυχνάρι είχε από μέρες σβήσει, αφού το λάδι στο ρόϊ είχε τελειώσει, μένουν άγρυπνες και κουβαριασμένες. Προσεύχονται στον Θεό, επικαλούμενες την Παναγία και με την σειρά, τους αγίους να έλθουν σε βοήθειά τους.

Όμως, άξαφνα ένας δυνατός κρότος, διέκοψε την προσευχή τους. Οι γερμανοί που έκαναν έφοδον εκείνο το βράδυ, παραβίασαν με κλωτσιές την ετοιμόρροπη πόρτα τους και βιαστικά μπήκαν τέσσερις στο φτωχικό τους. Πατώντας δυνατά στο σάπιο πάτωμα και με ύφος βλοσυρό άρχισαν να ψάχνουν με επιμονή ένα - ένα τα δωμάτια. Κατέβηκαν και στο υπόγειο όπου αφού δεν βρήκαν και εκεί κανέναν έφυγαν βιαστικοί.

Έτσι την κυρά Γιαννού με τις κόρες της δίπλα στο τζάκι αγκαλιασμένες δεν τις είδαν. Που άραγε να οφείλεται αυτή η αορασιά; Σε ένα προφανώς μεγάλο θαύμα! Να ήταν σύμπτωση αποκλείεται γιατί οι εισβολείς ήταν τέσσερις και κάποιος απ΄ όλους θα έπρεπε να τις ιδεί! Όμως η αόρατη δύναμη, ο Θεός έχει μάτια και βλέπει, αυτιά και ακούει. Την προηγούμενη μέρα, έξω από το χωριό Κοσμάς του Πάρνωνα, σε ενέδρα που είχαν στήσει οι αντάρτες της Εθνικής Αντίστασης, σκότωσαν έναν γερμανό Αξιωματικό και δύο απλούς στρατιώτες γερμανούς. Αυτό τους εξόργισε υπερβολικά και άρχισαν τις επιδρομές στα γύρω χωριά. Έμπαιναν βίαια στα σπίτια, σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Γέρους, μεσήλικες, νέους χωρίς καμία διάκριση. Δυστυχώς, με τον τρόπο αυτό της εκδίκησης θεωρούσαν πως έπαιρναν πίσω το αίμα των χαμένων συντρόφων τους, αλλά και πώς έριχναν το ηθικό των Αντιστασιακών.

Στον ’γιο Βασίλειο, ένα χωριό που λίγο πρίν είχε δεχτεί τις ορδές των Ιταλών, οι οποίοι κατέκαψαν μεγάλο αριθμό σπιτιών, οι περισσότεροι των κατοίκων του το είχαν εγκαταλείψει. ’λλοι απ΄ αυτούς είχαν κατέβει στην Λακωνία, άλλοι στο Λεωνίδιο Αρκαδίας και άλλοι είχαν ενταχθεί στην Εθνική Αντίσταση. Είχαν βγεί στο βουνό να πολεμήσουν προς τιμήν τους, τον κατακτητή.

Την επομένη της επιδρομής τους στο χωριό οι Γερμανοί, τράβηξαν προς την Σπάρτη, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στην κυρά Γιαννού να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει, πού να πάει για να διαφυλάξει την τιμή των κοριτσιών της, τα οποία ήσαν πια ολοκληρωμένες γυναίκες. Η Μαρία δέκα τεσσάρων χρόνων και δεκαπέντε η Αλκυόνη. Μετά από ώριμη σκέψη, πήρε τις κόρες της και μια νύχτα κατηφορίζοντας τον Πάρνωνα από μονοπάτια, τράβηξαν για το χωριό της Λακωνίας Βρονταμά. Ένα χωριό χωρίς Γερμανούς, συμπτωματικά την ημέρα αυτή, αρκετά εύφορο του οποίου οι κάτοικοι ασχολούνταν με την γεωργία και κτηνοτροφία.

Ξημέρωνε Κυριακή και μέχρι να χαράξει καλά καλά η μέρα, έφθασαν κατάκοπες στο χωριό. Κάπου δε σε μια γωνιά του προαυλίου της Εκκλησίας, έστρωσαν υπαίθρια τα φτωχά στρωσίδια τους και πλάγιασαν όλες μαζί, η μία δίπλα στην άλλη.

Ο παπάς πρωί πρωί που όπως συνήθιζε την Κυριακή, πήγε στην Εκκλησία για να ετοιμάσει τα της Θείας Λειτουργίας, αντίκρισε εμβρόντητος το παράξενο θέαμα των τριών γυναικών και χωρίς να βγάλει μιλιά, μπήκε στην Εκκλησία. Έκανε το σταυρό του, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και δεήθηκε στον Θεό, για τις τρείς αυτές ψυχές που βρέθηκαν στο δρόμο του. Οι ψαλμωδίες ξύπνησαν την κυρά Γιαννού και τις κόρες της, που όλες μαζί αφού έριξαν λίγο νερό στο πρόσωπό τους βιαστικά, από κείνο που είχε απομείνει σε ένα παγούρι, που έφερνα μαζί τους, μπήκαν στην Εκκλησία για να ακούσουν την Θεία Λειτουργία και να προσευχηθούν.

Σαν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο Ιερέας, πρίν να φύγει ο κόσμος, γνωστοποίησε το γεγονός που του συνέβη με τις άμοιρες αυτές γυναίκες. Ο κόσμος τότε, περικύκλωσε την κυρά Γιαννού μαζί με τον Ιερέα για να μάθουν ποιες είναι και τι ζητούσαν στο χωριό. Η κυρά Γιαννού με έκδηλο τον πόνο στο πρόσωπό της, ξετύλιξε όλο το δράμα της ζωής της, που κατασυγκίνησε τον κόσμο και έκλαιγαν όλοι μαζί με τον ιερέα. Μετά το πέρας της ομιλίας της, δεκάδες από τους πιστούς Χριστιανούς που την άκουσαν προσφέρθηκαν να φιλοξενήσουν τις τρείς αυτές ταλαίπωρες και βασανισμένες υπάρξεις στο σπίτι τους.

Ο Ιερέας ήταν πολύ αφιερωμένος στο Θεό άνθρωπος, με πολυμελή οικογένεια, εύσπλαχνος και λυπησιάρης που μοιραζόταν όλα του τα τυχερά με τις φτωχές οικογένειες του χωριού, στις οποίες προστέθηκε και η κυρά Γιαννού με τις κόρες της. Όμως την κυρά Γιαννού διέκρινε μεγάλη φιλοτιμία και έφερε βαριά στην ψυχή της το γεγονός ότι ζούσε με την ελεημοσύνη των χωριανών και ζήτησε από τον ιερέα εργασία για την ίδια και τις κόρες της.

Αν και η κατάσταση στο χωριό, λόγω της Γερμανικής κατοχής ήταν δύσκολη και επικίνδυνη για την κυρά Γιαννού και τις κόρες της, με τις ενέργειες του Ιερέα βρήκαν και οι τρείς γυναίκες εργασία. Η κυρά Γιαννού στα χωράφια του μεγαλοκτηματία κ. Θωμά Γετάρη και οι κόρες της ως υπηρέτριες σε ευκατάστατες οικογένειες. Η Λακωνία, ένας Νομός με λαό φιλόξενο, φιλήσυχο αλλά και κάθετα αντίθετο με την θεωρία του κόκκινου φασισμού - κομμουνισμού η οποία στο βουνό από ειδικά εκπαιδευμένα στελέχη του, πέρασε στην Εθνική Αντίσταση, γεγονός που της αφαίρεσε τον αγνό πατριωτικό χαρακτήρα της.

Οι Γερμανοί που το εγνώριζαν αυτό, συμπεριφέρονταν στους Λάκωνες ήπια και με συμπάθεια. Σαν πιο δε σκληρότερη αντίδραση των Γερμανών προς τους Λάκωνες θεωρείται εκείνη του φοβερού μπλόκου στους Μολάους που εκτελέστηκαν δεκάδες αθώοι και ανύποπτοι πολίτες, επειδή σε επίθεση τους οι αντιστασιακοί φόνευσαν τον Γερμανό Διοικητή και αρκετούς Γερμανούς στρατιώτες. Σε καμιά δε άλλη επίθεση ή σαμποτάζ αντιστασιακών ανταρτών στην Λακωνία δεν αντέδρασαν τόσο σκληρά οι Γερμανοί αν και δέχτηκαν αρκετές, όπως της ανατίναξης της γέφυρας Απηδιάς, η μάχη της Σκάλας, η δολοφονία του δήθεν ταγματασφαλίτη κ. Κολοκούρη από το χωριό Βλαχιώτη, κάπου στον Πάρνωνα ενώ πήγαινε για δουλειές του με το αυτοκίνητό του στην Σπάρτη, κ.α.

Τα 1944 ένα μήνα μετά την αναχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα πέθανε η γυναίκα του κυρ Θωμά, η κυρά Γιώτα. Ο κυρ Θωμάς νέος στην ηλικία γύρω στα σαράντα πέντε χωρίς παιδιά, γιατί η γυναίκα του είχε χρόνιο γυναικολογικό πρόβλημα και η ζωή του είχε αρχίσει να γίνεται δύσκολη. Η κυρά Γιαννού, όχι μεγάλη και αυτή σε ηλικία, γύρω στα σαράντα, ηθικότατη με άμεμπτη διαγωγή και πολύ εργατική, κίνησε το ενδιαφέρον του κυρ Θωμά για να την κάνει γυναίκα του. Κάποια μέρα που την βρήκε μόνη στο χωράφι να εργάζεται άνοιξε την καρδιά του και της έκανε πρόταση γάμου.

Η κυρά Γιαννού, χτυπημένη τόσο άσχημα από την ζωή, αλλά και για τον λόγο ότι ο κυρ Θωμάς ήταν αφενός ηθικός και αφετέρου δίκαιος άνθρωπος και την άμειβε κανονικά για την εργασία που πρόσφερνε, απάντησε καταφατικά. Αφού δε χρόνισε ο θάνατος της κυράς Γιώτας, ο κυρ Θωμάς παντρεύτηκε την κυρά Γιαννού και αμέσως υιοθέτησε και τις δύο κόρες της. Στην καρδιά του επιπλέον μπήκε γρήγορα η θεάρετη επιθυμία να φροντίσει για το μέλλον των κοριτσιών. Ένα μεσημέρι στο τραπέζι, όπως έτρωγαν, τις ρώτησε τι θα ήθελαν να κάνει γι΄ αυτές, για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Η Μαρία είπε: "Θέλω να σπουδάσω" και η Αλκυώνη: "Θέλω να κάνω οικογένεια".

Αν και η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας ήταν δύσκολη λόγω του συνεχιζόμενου εμφυλίου πολέμου, ο κυρ Θωμάς υποσχέθηκε να ικανοποιήσει την επιθυμία τους. Τον επόμενο χρόνο, έστειλε την Μαρία στο Γυμνάσιο της Σκάλας Λακωνίας και την εμπιστεύθηκε στην αδελφή του που ήταν εκεί παντρεμένη, την κυρά Ελένη.

Στο σπίτι δε του κυρ Θωμά τακτικά μπαινόβγαινε ο ανιψιός του Θόδωρος, γιός της άλλης αδελφής του, της Πάτρας. Ένας νέος, ο οποίος ήταν δεν ήταν 20 χρονών. Η καθημερινή συναναστροφή με την Αλκυώνη, η ομορφιά της αλλά και η χριστιανική ζωή της, γέμισαν την καρδιά του Θόδωρου με αγάπη γι΄ αυτήν. Η Αλκυώνη αγαπούσε πολύ την Εκκλησία, ζούσε χριστιανική ζωή και απεχθανόταν παράνομους ερωτικούς δεσμούς. Έρωτάς της ήταν η μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων και ιδιαίτερα της Αγίας Γραφής. Είχε δε ζητήσει από τον Θεό να της δώσει Εκείνος τον άνδρα της ζωής της.

Ο κυρ Θωμάς που δεν είδε με κακό μάτι την αγάπη του ανιψιού του Θόδωρου για την Αλκυώνη, την πλησίασε κάποια μέρα και προσπάθησε να τη προδιαθέσει ώστε να αρχίσει να σκέπτεται για άνδρα της ζωής της, τον Θόδωρο. Της αράδιαζε τις αρετές του και τα χαρίσματά του με την πίστη ότι αν θέλει ο Θεός θα ενώσει τους δύο αυτούς νέους. Επειδή όμως έβλεπε ο κυρ Θωμάς ότι ο καιρός περνούσε και δεν γινόταν τίποτα απεφάσισε να μιλήσει ευθέως στην Αλκυώνη για την αγάπη του Θόδωρα προς αυτήν.

Η Αλκυώνη, με σεβασμό του απάντησε: "Θα προσευχηθώ στον Θεό και αν είναι θέλημά του, αν βάλει και στην δική μου την καρδιά αγάπη για τον Θόδωρο τότε θα το αποφασίσω". Ο Θόδωρος ήταν και αυτός άνθρωπος της Εκκλησίας και μάλιστα ψάλτης, απόφοιτος του εξατάξιου Γυμνασίου. Κρυφό όνειρό του ήταν να γίνει κάποτε Ιερέας και προσευχόταν καθημερινά για την υπόθεσή του με την Αλκυώνη. Η καθημερινή σχέση του με την Εκκλησία, τον βοήθησε ώστε να γνωρίσει σε όλη τους την λεπτομέρεια τα καθήκοντα του Ιερέως και τα της λειτουργίας στο Ναό. Ο Δεσπότης Λακωνίας που είχε λάβει γνώση των πνευματικών αρετών που διέκριναν τον Θόδωρο, δεν άργησε να αποφασίσει για να τον χειροτονήσει Ιερέα! Όμως για να γίνει αυτό έπρεπε προηγουμένως να παντρευτεί. Ο κυρ Θωμάς τότε, ανέλαβε να απευθυνθεί και πάλι προς την Αλκυώνη, στην οποία ανέπτυξε με κάθε λεπτομέρεια όσα έμελλαν να γίνουν με τον Θόδωρο.

Η Αλκυώνη, η οποία τα είχε μάθει όλα από τους συγγενείς του κυρ Θωμά και είχε πάρει τις αποφάσεις της, απάντησε καταφατικά, οπότε ο κυρ Θωμάς γεμάτος χαρά φρόντισε να επισπεύσει το γάμο. Έτσι κάποιο Σάββατο απόγευμα, έγινε ένας πολύ ευλογημένος χριστιανικός γάμος που ένωσαν τη ζωή τους οι δύο νέοι, στον οποίο παραβρέθηκε όλο το χωριό. Πολύ δε γρήγορα χειροτονήθηκε Ιερέας και ορίστηκε να ασκεί τα ιερατικά του καθήκοντα στα γειτονικά χωριά Γεράκι - Απηδιά - ’γιος Δημήτριος.

Η Μαρία στο μεταξύ, τον χρόνο αυτό απεφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο της Σκάλας όπου είχε σταλεί και επέστρεψε στον Βρονταμά κοντά στους γονείς της γεμάτη όνειρα για τη ζωή της. Στην καρδιά της χόρευε το ενδιαφέρον, να σπουδάσει γιατρός.

Ο κυρ Θωμάς χάρηκε πολύ για την επιλογή αυτή της Μαρίας και τον ίδιο κιόλας χρόνο, χωρίς καν να υπολογίσει τα έξοδα, την έστειλε στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Η Μαρία ήταν άριστη μαθήτρια και μπήκε πρώτη στην Σχολή.

Μετά από πέντε χρόνια γύρισε τέλεια γιατρός παθολόγος - καρδιολόγος στον Βρονταμά, γεμάτη ικανοποίηση αλλά και ευγνωμοσύνη προς τον κυρ Θωμά, που την σπούδασε και ανέβηκε τόσο ψηλά κοινωνικά και επαγγελματικά. Σε ένα δε ταξίδι της στους Μολάους Λακωνίας, γνώρισε εκεί τον ιατρό γυναικολόγο Ιωάννη Ρουμπάνη, τον οποίον σύντομα παντρεύτηκε με τις ευχές του κυρ Θωμά και της μητέρας της.

Ο κυρ Θωμάς ικανοποιημένος αφενός αλλά και υπερήφανος αφετέρου για την Μαρία έκανε ακόμα μια θυσία γι΄ αυτήν. Της άνοιξε στους Μολάους, ένα σύγχρονο για την εποχή εκείνη ιατρείο που της έδωσε μια λαμπρή καριέρα αλλά και στο οποίο εύρισκαν πολύ φτωχοί δωρεάν ιατρική περίθαλψη. Ένα μεγάλο δράμα αυτό των τριών γυναικών, που είχε ένα τόσο αίσιο τέλος και επαληθεύτηκε έτσι για μια ακόμη φορά ο λόγος του Θεού που λέει: "Σύ Κύριε είσαι ο πατήρ των ορφανών και ο κριτής των χειρών" Ψαλμός ξη' 5 ΠΗΓΗdurabond.

http://leimonitis.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: